- εκπολεμώ
- (I)ἐκπολεμῶ (-έω) (Α)1. εμπλέκω ή παροτρύνω σε πόλεμο2. πολεμώ με όλες μου τις δυνάμεις3. έρχομαι σε πόλεμο4. παθ. καταπολεμούμαι.————————(II)ἐκπολεμῶ (-όω) (Α)1. παρασύρω κάποιον σε πόλεμο2. γίνομαι εχθρός κάποιου3. προκαλώ δυσμένεια κάποιου προς άλλον4. κατανικώ, κατατροπώνω.
Dictionary of Greek. 2013.