εκπολεμώ

εκπολεμώ
(I)
ἐκπολεμῶ (-έω) (Α)
1. εμπλέκω ή παροτρύνω σε πόλεμο
2. πολεμώ με όλες μου τις δυνάμεις
3. έρχομαι σε πόλεμο
4. παθ. καταπολεμούμαι.
————————
(II)
ἐκπολεμῶ (-όω) (Α)
1. παρασύρω κάποιον σε πόλεμο
2. γίνομαι εχθρός κάποιου
3. προκαλώ δυσμένεια κάποιου προς άλλον
4. κατανικώ, κατατροπώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐκπολεμῶ — ἐκπολεμέω provoke to war pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκπολεμέω provoke to war pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκπολεμέω provoke to war pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκπολεμέω provoke to war pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκπολεμώ — (I) έω, Α κυριεύω, νικώ κάποιον μαζί με άλλους («αὐτὸς συνεκπολεμήσει αὐτοὺς μεθ ὑμῶν», ΠΔ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπολεμῶ (Ι) «παροτρύνω ή εμπλέκω σε πόλεμο»]. (II) όω, ΜΑ 1. εξεγείρω, παρακινώ κάποιον σε κοινό πόλεμο εναντίον κάπου άλλου 2.… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՐՏՆՉԻՄ — (տեայ, տի՛ր, տուցեալ.) NBH 2 0231 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 13c ձ. μάχομαι pugno ἁγωνίζομαι, ἁθλέω certo, contendo ἑκπολέμω expugno παλαίω luctor. Մարտ դնել. պատերազմիլ. կռուիլ. մրցիլ. կագել. հակառակիլ. մաքառիլ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”